πρῶθ'

πρῶθ'
πρῶτα , πρότερος
before
neut nom/voc/acc pl
πρῶτε , πρότερος
before
masc voc sg
πρῶται , πρότερος
before
fem nom/voc pl
πρῶτα , πρῶτος
before
neut nom/voc/acc pl
πρῶτε , πρῶτος
before
masc voc sg
πρῶται , πρῶτος
before
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • μεθύστερος — η, ο (Α μεθύστερος, έρα, ον) 1. (για χρόνο) ο ύστερος, ο κατοπινός, ο μετέπειτα 2. (για πρόσωπα) ο μεταγενέστερος αρχ. 1. (το ουδ. ως επίρρ.) (για χρόνο) τὸ μεθύστερον α) έπειτα, κατόπιν, μετά, στο εξής β) τόσο μετά από αυτά, τόσο ύστερα γ) (με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”